τριγύρισμα

τριγύρισμα
το, -ατος
1. περπάτημα τριγύρω, περιφορά, περιπλάνηση: Τριγυρίσματα στην πόλη.
2. περιστοίχιση, περιτριγύρισμα: Τριγύρισμα του κήπου με συρματόπλεγμα.
3. επίμονη επιδίωξη ή ερωτική πολιορκία: Πολλά τριγυρίσματα της κάνει ο μορφονιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριγύρισμα — το, Ν [τριγυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”